ίππουρις

ίππουρις
(Ηippuris). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, της οικογένειας των ιππουριδιδών, που περιλαμβάνει το μοναδικό είδος Ηippuris vulgaris. Πρόκειται για πόα με στενά και μακρουλά φύλλα, που μοιάζει με τον εκουιζέτο. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα.
* * *
η (Α ἵππουρις, -ούριδος)
η ουρά τού ίππου
νεοελλ.
1. ανατ. το σύνολο τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν προς τα κάτω λοξά και παράλληλα προς το τελικό νημάτιο τού νωτιαίου μυελού και τό καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι τρίχες την ουρά τού αλόγου
2. θύσανος από τρίχες ουράς ίππου για διακόσμηση περικεφαλαίας
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που έχει θύσανο από ουρά ίππου, ο διακοσμημένος με ουρά ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», Ομ. Ιλ.)
2. ουρά σατύρου
3. πάθηση τού μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή ιππασία
4. είδος υδρόβιου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + οὐρά, κατά τα θηλ. σε -ις (πρβλ. άμπωτις, κίθαρις, πάρδαλις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἵππουρις — horse tailed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππούριδες — ἵππουρις horse tailed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππούριδος — ἵππουρις horse tailed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππουριν — ἵππουρις horse tailed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππουρος — ἵππουρος, ον (ΑΜ) [ίππουρις] μσν. το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος είδος φυτού αρχ. 1. αυτός που έχει ουρά ίππου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἵππουρος α) είδος θαλάσσιου ψαριού β) είδος εντόμου γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις …   Dictionary of Greek

  • HIPPUROS — portus Taprobane, apud Solin. c. 73. quem Hippurus vocat Plin. l. 4. c. 12. unde Ι῞ππουροι nomen eius fuisse, colligit Salmas. ad Solin. p. 1117. et Voss. de Orig. et Progr. Idol. l. 4. c. 27. Alias, Hippurus, Gr. ἵππουρος, inter pelagicos pisces …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NUMIDIA — regio africae mediterran. Metagonitis, Plinio l. 5. c. 3. in Libyae interioris et Mauritaniae confinio. Olim sub Regibus fuit, inter quos celebris masinissa, Populi Romani soclus, qui, violatus a Carthaginensibus, bello Punico tertio occasionem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”